- φτεροκόπημα
- το, Ν [φτεροκοπώ]1. η ενέργεια τού φτεροκοπώ2. συνεκδ. ο θόρυβος που παράγεται κατά το φτεροκόπημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτεροκόπημα — το, ατος 1. το χτύπημα του αέρα με τα φτερά. 2. ο θόρυβος που παράγεται με το φτεροκόπημα: Και οι λυγμοί του αντηχούσαν μέσα στον αχυρώνα, σαν φτεροκόπημα νυχτερίδας (Α. Καρκαβίτσας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτέρυξις — ύξεως, ἡ, Μ [πτερύσσομαι] γρήγορη κίνηση και χτύπημα τών φτερών, φτεροκόπημα … Dictionary of Greek